- σιλικοφλαγελλάτες
- οι, Νβοτ. βλ. σιλικοφλαγκελάτες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σιλικοφλαγκελάτες — και σιλικοφλαγελλάτες, οι, Ν βοτ. τα πυριτιομαστιγωτά. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. silicoflagellata < λατ. silex, icis «πυρόλιθος» + flagellatio «μαστίγωση» (πρβλ. και πυριτιομαστιγωτά)] … Dictionary of Greek